ῥικνοῦται

ῥικνοῦται
ῥικνόομαι
grow stiff
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ρικνώνω — ῥικνῶ, όω, ΝΜΑ [ῥικνός] 1. κάνω κάτι να ζαρώσει, καθιστώ κάτι ρικνό, τό σκεβρώνω 2. (μέσ. και παθ.) ρικνώνομαι και ῥικνοῡμαι, όομαι α) γίνομαι ρικνός, συρρικνώνομαι, συμμαζεύομαι, συστέλλομαι β) ρυτιδώνομαι, ζαρώνω μσν. αρχ. 1. συστέλλω 2. μέσ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”